- σοφέρ
- οάκλ. (λ. γαλλ.), οδηγός αυτοκινήτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοφέρ — και σωφέρ, ο, θηλ. σοφερίνα, Ν οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauffeur < chauffer «θερμαίνω, ανάβω (τη μηχανή)»] … Dictionary of Greek
σοφεράντζα — η, Ν έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφέρ + κατάλ. άντζα (πρβλ. μπροστ άντζα, προστυχ άντζα)] … Dictionary of Greek
σωφέρ — ο, Ν βλ. σοφέρ … Dictionary of Greek